ερωτοδουλειά

ερωτοδουλειά
η
ερωτική υπόθεση, μυστική ερωτική σχέση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ερωτοδουλεία — ἐρωτοδουλεία, ἡ (Μ) υποδούλωση στον έρωτα …   Dictionary of Greek

  • γυναικοδουλειά — η 1. εργασία που ταιριάζει σε γυναίκες, τα οικιακά 2. ερωτική περιπέτεια, ερωτοδουλειά 3. πληθ. οι γυναικοδουλειές μικροπρέπειες ή κακολογίες που ταιριάζουν σε αναξιοπρεπείς γυναίκες …   Dictionary of Greek

  • ερωτοασχολησία — ἐρωτοασχολησία και ἐρωτοσχολησία και ἐρωτοασχόλησις και ἐρωτοσχόλησις, ἡ (Μ) ερωτοδουλειά, ερωτική υπόθεση, ερωτική ασχολία. [ΕΤΥΜΟΛ. < έρως, ωτος + ασχόλησις] …   Dictionary of Greek

  • γυναικοδουλειά — η 1. δουλειά που γίνεται από γυναίκες: Πολλοί άντρες δεν ασχολούνται με το σιδέρωμα γιατί το θεωρούν γυναικοδουλειά. 2. ερωτοδουλειά: Χώρισαν γιατί ήταν στη μέση γυναικοδουλειά. 3. στον πληθ., γυναικοδουλειές πράξεις και φερσίματα που ταιριάζουν… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”